- παρακολλώ
- παρακόλλησα, μτφ., ενοχλώ, πιέζω ή πειράζω κάποιον φορτικά: Μου παρακόλλησε και αναγκάστηκα να τον χτυπήσω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παρακολλώ — άω / παρακολλῶ, άω, ΝΑ, παρακολνώ Ν ενώνω τα άκρα ή τις επιφάνειες δύο αντικειμένων, συγκολλώ νεοελλ. 1. κολλώ κάτι πάρα πολύ, ώστε να μην αποσπάται εύκολα 2. προσκολλώμαι σε κάποιον 3. μτφ. ενοχλώ κάποιον προκλητικά, επίμονα αρχ. στερεώνω κάτι… … Dictionary of Greek
κολλώ — και κολνώ (AM κολλῶ, άω) 1. συνενώνω με κόλλα ή άλλο συνδετικό υλικό δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή μέρη τού ίδιου πράγματος, συγκολλώ (α. «μού κόλλησε το τασάκι που έσπασε» β. «τά δὲ νεῡρα... περὶ τὸν τράχηλον ἐκόλλησεν», Πλάτ.) 2. συνδέω,… … Dictionary of Greek
παρακολλητικός — ή, όν, Α [παρακολλώ] 1. κατάλληλος για παρακόλληση 2. αυτός που γίνεται με συγκόλληση … Dictionary of Greek
παρακόλλημα — τὸ, Α [παρακολλώ] 1. αυτό που προσκολλάται πάνω σε κάτι και πιθ. κόσμημα από γλυπτό ξύλο προσκολλώμενο πάνω σε έπιπλο 2. (για χορδή κολλημένη σε κύλινδρο) σφίξιμο 3. είδος κολλυρίου … Dictionary of Greek
παρακόλληση — η / παρακόλλησις, ήσεως, ΝΑ [παρακολλώ] παράπλευρη συγκόλληση αρχ. θεραπεία νοσογενών κοιλοτήτων … Dictionary of Greek